- μπαστάρδικος
- η,, ο 1.1) поддельный, фальшивый; 2) внебрачный, незаконнорождённый; 2. (τό ) 1) внебрачный ребёнок; бастард (уст. ); 2) выродок, ублюдок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαστάρδικος — η, ο (Μ μπαστάρδικος, η, ον, ουδ. και παστάρδικον και μπασταρδικός, ή, όν) [μπάσταρδος] 1. νόθος ή νοθευμένος («μπαστάρδικη γενιά») 2. το ουδ. ως ουσ. το μπαστάρδικο νόθο παιδί. επίρρ... μπαστάρδικα με μπαστάρδικο τρόπο … Dictionary of Greek
μπαστάρδικος — η, ο νοθευμένος, νόθος: Τα χαρακτηριστικά του είναι μπαστάρδικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)